- πραγματευόμενος
- πρᾱγματευόμενος , πραγματεύομαιbusy oneselfpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιμαιογραφώ — έω, Α (σε χρήση από τον Τίμωνα σχετικά με τον Πλάτωνα) γράφω μιμούμενος τον Τίμαιο ή πραγματευόμενος τα σχετικά με τον Τίμαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τίμαιος + γραφῶ (< γράφος*)] … Dictionary of Greek